καταστερώ

καταστερώ
καταστερῶ, -όω (Α) [κατάστερος]
1. καταστερίζω*
2. παθ. καταστεροῡμαι, -όομαι
α) είμαι γεμάτος αστέρια
β) είμαι στολισμένος με αστέρια
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηστερωμένος, -η, -ον
αυτός τού οποίου το όνομα έχει δοθεί σε αστερισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”